29/4/10

Πορίσματα Ημερίδας "Πρωτεῖο’’, Συνοδικότης & Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας (και σε ρουμανική μετάφραση)

πηγή: Μητρόπολη Πειραιώς
Π Ο Ρ Ι Σ Μ Α Τ Α
Ἡμερίδος Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς
Θέμα «‘’Πρωτεῖο’’, Συνοδικότης & Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας»
Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, 28 Ἀπριλίου 2010
«Τό παπικό ‘’Πρωτεῖο’’ δέν ἔχει θεολογική βάση οὔτε ἁγιοπνευματική καί ἐκκλησιολογική νομιμοποίηση. Στηρίζεται σαφῶς σέ κοσμικοῦ χαρακτῆρος νοοτροπία ἐξουσίας». Αὐτό μεταξύ ἄλλων προέκυψε ὡς συμπέρασμα ἀπό τήν Θεολογική Ἡμερίδα, πού διοργάνωσε μέ ἐπιτυχία καί μεγάλη συμμετοχή κληρικῶν καί λαϊκῶν ἡ Ἱερά Μητρόπολις Πειραιῶς στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας(αἴθουσα Μελίνα Μερκούρη) στίς 28 Ἀπριλίου 2010.
Τήν ἡμερίδα ἐτίμησε μέ τήν παρουσία του ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμος καί ἐκήρυξε τήν ἔναρξή της. Παρέστησαν ἐπίσης οἱ Σεβ. Μητροπολίτες Κυθήρων κ.κ. Σεραφείμ καί Γλυφάδας κ.κ. Παῦλος καί ὁ Θεοφιλ. ἐπίσκοπος Μαραθῶνος κ.κ. Μελίτων.......
Τό θέμα της « ‘’Πρωτεῖο’’, Συνοδικότης καί Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας» ἀναπτύχθηκε σέ δύο συνεδρίες ἀπό ἑπτά εἰσηγητές, τούς ἑξῆς κατά σειράν: Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιῶς κ.κ. Σεραφείμ, Ἱερομόναχο Λουκᾶ Γρηγοριάτη, Καθηγητή Ἀριστείδη Παπαδάκη (University of Maryland), Πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Μεταλληνό, Πρωτοπρεσβύτερο Θεόδωρο Ζήση, Πρεσβύτερο Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο καί καθηγητή Δημήτριο Τσελεγγίδη.

Ἀπό τίς εἰσηγήσεις καί τήν ἐπακολουθήσασα συζήτηση προέκυψεν ὅτι: Ἡ ἑνότητα ἀνήκει στή φύση τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ κοινωνίας. Ἡ ἀληθής Ἐκκλησία εἶναι μία. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς ἐκδοχές της θεσμικές ἤ χαρισματικές ἔχει σαφῶς ἁγιοπνευματική βάση. Παρέχεται μυστηριακῶς, συν­τηρεῖται ὅμως, καλλιεργεῖται καί ἐκφαίνεται κατεξοχήν εὐχαριστιακῶς.

Σύμφωνα μέ τήν «Ὁμολογία Πίστεως» τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1727 «Οὐδεμίαν ἄλλην ἥντινα οὖν κεφαλήν ἀποδέχεται ἐν αὐτῇ τῇ Ἀνατολική Ἐκκλησία, εἰμή τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν μόνον παρά τοῦ Πατρός δοθέντα κατά πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ καί θεμέλιον τόν αὐτόν». Κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία δέν νοεῖται «Πρῶτος» γενικά καί ἀόριστα χωρίς τήν παρουσία τῆς συγκεκριμένης συνόδου μιᾶς ἐπαρχίας.

Ὁ θεσμός τῶν πρεσβείων τιμῆς (αὐτός εἶναι ὁ ὅρος, πού χρησιμοποιεῖ ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση σέ ἀντίθεση μέ τόν μεταγενέστερο ὅρο «πρωτεῖον» πού χρησιμοποιοῦν οἱ παπικοί) ἐκφράζει καί διασφαλίζει τήν ἑνότητα καί τήν συνοδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πενταρχία τῶν πατριαρχικῶν θρόνων εἶναι ἡ μορφή, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε στόν θεσμό τῶν πρεσβείων τιμῆς κατά τήν πρώτη χιλιετία.

Ἡ ἐξουσία τοῦ «πρώτου», ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τά πρεσβεῖα τιμῆς, εἶναι καρπός τῆς συνοδικότητος, ἐνῶ ἡ ἐξουσία πού άρχισε να οἰ­κειοποιείται ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης ήδη από τήν πρώτη χιλιετία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καταλύσεως τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας.

Στήν Ἐκκλησία τῆς α´ χιλιετίας δέν ὑφίστατο «θείῳ δικαίῳ» παπικό πρωτεῖο δικαιοδοσίας καί ἐξουσίας ἐφ᾽ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία εἶχε τό δικαίωμα νά ἀποφασίζει τά τῆς διοικήσεώς της καί χωρίς τόν πάπα καί ἀκόμα περισσότερο καί παρά τή δική του ἔντονη ἀντίθεση καί οἱ ἀποφάσεις της αὐτές εἶχαν καθολική ἰσχύ.

Μετά τό σχίσμα τό 1054 ἡ αὐξανόμενη ἀξίωση τῶν παπῶν γιά πρωτεῖο ἐξουσίας ἐφ’ὅλης τῆς ἐκκλησίας ἀνατρέπει πλήρως τήν ἁγιοπνευματική δομή τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, σχετικοποιεῖ καί πρακτικῶς καταργεῖ τή Συνοδικότητα ὡς ἁγιοπνευματική λειτουργία τοῦ σώματος αὐτοῦ καί εἰσάγει τό κοσμικό φρόνημα σ᾽ αὐτήν, ἀκυρώνει τήν ἰσοτιμία τῶν ἐπισκόπων, ἰδιοποιεῖται τήν ἀπόλυτη διοικητική ἐξουσία ἐφ᾽ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, παραμερίζοντας οὐσιαστικά τόν Θεάνθρωπο καί τοποθετώντας ὡς ὁρατή κεφαλή της Εκκλησίας ἕναν ἄνθρωπο. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐπαναλαμβάνει θεσμικά πλέον τό προπατορικό ἁμάρτημα.

Ἡ ἀληθινή ἑνότητα ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἑνότητα στήν πίστη στήν λατρεία καί τήν διοίκηση. Αὐτό εἶναι τό πρότυπο ἑνότητος στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, τήν ὁποία συνεχίζει ἀπαράλλακτα καί καθολικά ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία. Ἡ μέθοδος τῆς Οὐνίας εἰσάγει ψεύτικη ἑνότητα καί στηρίζεται σέ αἱρετική ἐκκλησιολογία, διότι ἐκτός τοῦ ὅτι ἐπιτρέπει πολυμορφία στήν πίστη καί τήν λατρεία, ἐξαρτᾶ τήν ἑνότητα ἀπό τήν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα, πού εἶναι θεσμός ἀνθρωπίνου δικαίου, καί ἀνατρέπει τό συνοδικό πολίτευμα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι θεσμός θείου δικαίου. Ἡ πολυμορφία γίνεται δεκτή μόνο σέ δευτερεύοντα θέματα τοπικῶν παραδόσεων καί ἐθίμων.

Μετά τήν Α´ Βατικανή Σύνοδο (1870) καί κυρίως τήν Β’ (1962-1964) τό παπικό πρωτεῖο δέν ἀποτελεῖ μιά ἁπλή διοικητική διεκδίκηση, ἀλλά οὐσιῶδες δόγμα πίστεως ἀπολύτως ὑποχρεωτικό γιά τή σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἡ ἄρνησή του ἐπισύρει τό ἀνάθεμα τῆς Α´ Βατικανῆς Συνόδου, ἡ ἰσχύς τοῦ ὁποίου παραμένει καί μετά τή Β´ Βατικανή.

Ὅπως ἐτόνισε στήν εἰσήγησή του ὁ οἰκοδεσπότης τῆς ἡμερίδος Σεβ.Μητροπολίτης Πειραιῶς κ.Σεραφείμ «Διά τῆς αἱρετικῆς καί βλασφήμου δοξασίας τοῦ Πρωτείου ἐξουσίας τοῦ ἐπισκόπου Ῥώμης καί τῶν ἐξ αὐτῆς προελθόντων πνευματικῶν ἐπακολούθων (ὡς τό «ἀλάθητον» τοῦ Πάπα καί ὁ ἀπολυταρχικός - μοναρχικός δεσποτισμός του ἐφ' ὁλοκλήρου τοῦ σώματος τῆς ὑπ' αὐτόν θρησκευτικῆς κοινωνίας), ὁ Παπισμός ἐξελίχθη, εἰς ἀπολυταρχικόν - μοναρχικόν σύστημα μυστικιστικῆς κοσμοθεωρίας καί διαστροφῆς αὐτῆς ταύτης τῆς ἐννοίας τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπεδείχθη νέος Ρωμαϊκός - Φραγκικός ἐθνισμός (paganismus) ὑπό πνευματικήν μεταμφίεσιν, ἀφῄρεσε τήν μυστικήν ἐλευθερίαν ἐν Χριστῷ ἑκάστου μέλους αὐτῆς καί ἀπέβη τό ἀναπόφευκτον καί μοιραῖον αἴτιον τῆς εἰς ἑκατοντάδας διαφόρων αἱρέσεων ἐκ­πτώσεως ἐκ τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς καί τό ἀνυπέρβλητον ἐμπόδιον τῆς δυνατότητος ἐπιστροφῆς αὐτῶν».

Κατά τήν ἐκτίμηση τῶν συνέδρων ἡ προσπάθεια τοῦ συγχρόνου θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν γιά τήν ἀποκατά­στασι τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας πρέπει ὁπωσδήποτε, πέραν τῆς ἀποβολῆς τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τῆς Ρώμης (Φιλιόκβε, κτιστῆς Χάριτος, ἀλαθήτου, καθαρτηρίου κ.λπ.), νά στοχεύῃ καί στήν ὁριστική ἀποβολή τοῦ παπικοῦ πρωτείου καί ὄχι σέ κάποια κοινῶς ἀποδεκτή ἐπανερμηνεία του.

Τέλος κρίνεται ἀπαράδεκτο καί δέν γίνεται ἀποδεκτό ὡς «πρότυπο γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας» τό συγκρητιστικό πλαίσιο τῆς «ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλίᾳ».
_______________________________________________
Din partea Comisiei Organizatorice
CONCLUZIILE
Conferinţei Sfintei Mitropolii de Pireu
Tema: «„Primat”, Sinodalitatea şi Unitatea Bisericii»
Stadionul Păcii şi Prieteniei, 28 Aprilie 2010
Primatul papal nu are bază,
nici legalitate sacramental-spirituală

«„Primatul” papal nu are temei teologic, nici legalitate sacramental-duhovnicească şi eclesiologică. Se întemeiază în mod clar pe mentalitatea autoritară cu caracter secular».
Printre altele aceasta a reieşit din rezoluţia Conferinţei Teologice, pe care a organizat-o cu succes şi cu o mare participare de clerici şi laici, Sfânta Mitropolie de Pireu în Stadionul Păcii şi Prieteniei (Sala Melina Mercury) pe 28 aprilie 2010.
Conferinţa a fost onorată şi de prezenţa Preafericitului Arhiepiscop Ieronim al Atenelor şi a toată Elada, care a proclamat şi începutul ei. Au fost de faţă şi Înaltpreasfinţiţii Mitropoliţi Serafim al Kithirelor şi Pavel de Glifada, precum şi Preasfinţitul Episcop Meliton de Maraton.
Tema „Primatului, Sinodalităţii şi Unităţii Bisericii” a fost dezvoltată în două şedinţe de către şapte conferenţiari, după cum urmează: ÎPS Serafim, Mitropolit de Pireu, Ieromonahul Luca Grigoriatul, profesorul Aristidis Papadakis (University of Maryland), protopresbiterul Gheorghios Metallinos, protopresbiterul Theodoros Zissis, presbiterul Anastasios Gotzopoulos şi profesorul Dimitrios Tselenghidis.
În urma referatelor şi a dezbaterii ce a urmat a reieşit că: Unitatea aparţine naturii Bisericii ca Trup al lui Hristos şi comuniune în Hristos. Adevărata Biserică este Una. Unitatea Bisericii în toate accepţiunile ei – instituite sau harismatice – are în mod clar o bază sacramental-spirituală (αγιοπνευματική). Se oferă în chip tainic, se conservă însă, se cultivă şi se manifestă (εκφαίνεται) prin excelenţă euharistic.
Conform „Mărturisirii de Credinţă” a Sinodului de la Constantinopol din anul 1727, „niciun alt cap nu primeşte întru ea Biserica Răsăriteană, decât pe Domnul nostru Iisus Hristos dăruit Bisericii de Tatăl peste toate (κατά πάντα) şi temelie”. Potrivit eclesiologiei ortodoxe nu poate fi conceput „protos” cineva la modul general şi abstract fără prezenţa unui sinod anume al unei eparhii.
Instituţia prerogativelor de onoare (πρεσβείων τιμής) (acesta este termenul pe care-l foloseşte Predania bisericească ortodoxă în antiteză cu termenul ulterior de „primat” pe care-l folosesc papistaşii) exprimă şi asigură unitatea şi sinodalitatea Bisericii Ortodoxe Universale. Pentarhia tronurilor patriarhale este forma pe care Biserica a dat-o instituţiei prerogativelor de onoare (πρεσβείων τιμής) în primul mileniu.
Autoritatea „protos”-ului, care decurge din prerogativele de onoare (πρεσβεία τιμής), este rodul sinodalităţii, pe când autoritatea pe care a început să şi-o însuşească Episcopul Romei încă din primul mileniu este consecinţa distrugerii sistemului sinodal al Bisericii.
În Biserica primului mileniu nu a existat „de drept divin” (de jure divino) un primat papal jurisdicţional şi de autoritate peste toată Biserica, ci Biserica a avut dreptul să hotărască cele ale conducerii ei şi fără papa, şi chiar mai mult, şi în ciuda opunerii lui, iar aceste hotărâri ale ei aveau un gir universal.
După schisma din 1054, revendicarea crescândă a papilor referitoare la primatul jurisdicţional peste toată Biserica anulează cu desăvârşire structura sacramental-spirituală (αγιοπνευματική) a trupului tainic al Bisericii, relativizează şi practic distruge sinodalitatea ca funcţie sacramental-spirituală a acestui trup şi introduce mentalitatea seculară în ea, anulează egalitatea în cinste (ισοτιμία) a episcopilor, îşi însuşeşte absoluta jurisdicţie administrativă peste toată Biserica, îndepărtându-L în esenţă pe Dumnezeul-Om şi aşezând drept cap văzut al Bisericii un om. În acest fel se repetă la nivel instituţional mai mult păcatul strămoşesc.
Adevărata unitate se dobândeşte prin unitatea în credinţă, în cult şi în conducere. Acesta este modelul unităţii în Biserica veche, pe care o continuă la acelaşi nivel şi universal Biserica Ortodoxă Universală. Metoda uniaţiei introduce o unitate falsă şi se sprijină pe o eclesiologie eretică, pentru că în afara faptului că permite diversitatea în credinţă şi în cult, face dependentă unitatea de recunoaşterea primatului papal, care este o instituţie de drept uman, şi perimează sistemul sinodal de conducere al Bisericii, care este o instituţie de drept divin. Diversitatea este acceptată doar în rândul temelor secundare ale tradiţiilor şi obiceiurilor locale.
După Conciliul I Vatican (1870) şi mai ales după al II –lea (1962-1964), primatul papal nu constituie o simplă revendicare administrativă, ci o dogmă esenţială de credinţă absolut obligatorie pentru mântuirea credincioşilor. Negarea ei atrage anatema Conciliului I Vatican, a cărei valabilitate se menţine şi după Conciliul II Vatican.
După cum a accentuat în referatul său, gazda conferinţei, ÎPS Serafim, Mitropolit de Pireu: „Prin credinţa eretică şi hulitoare a primatului jurisdicţional al episcopului Romei şi prin consecinţele spirituale ce decurg din ea (ca „infailibilitatea” papei şi despotismul lui absolutist–monarhic peste tot corpul comunităţii religioase pe care o conduce), papismul a sfârşit într-un sistem absolutist- monarhic cu o viziune misticistă asupra lumii şi pervertind până şi conceptul real de Biserică.
Dovedindu-se un nou păgânism romano-franc sub mască spirituală, a desfiinţat libertatea tainică în Hristos a fiecărui membru al lui şi a devenit cauza inevitabilă şi fatală a căderii în sute de diferite erezii din Una, Sfântă, Sobornicească şi Apostolească Biserică, ca şi o piedică de nedepăşit în calea eventualei lor întoarceri”.
În aprecierea conferenţiarilor, în încercarea Dialogului teologic contemporan dintre ortodocşi şi romano-catolici pentru restabilirea comuniunii bisericeşti este obligatoriu necesar ca dincolo de respingerea învăţăturilor eretice ale Romei (filioque, graţia creată, infailibilitate, purgatoriu ş.cl.) să urmărească şi respingerea definitivă a primatului papal, şi nu o oarecare răstălmăcire comun acceptată.
În sfârşit, se consideră ca inadmisibil şi nu trebuie acceptat ca „model pentru restabilirea deplinei comuniuni” cadrul sincretist al „unităţii în diversitate”.

(traducere din elină: M.L., sursa: romfea.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)