1/4/14

Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, Το βλέμμα του Θεού (Ζ΄)

ΤΟ  ΒΛΕΜΜΑ  ΤΟΥ  ΘΕΟΥ (Ζ΄)
«...ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα...»
Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. &Κονίτσης
e-mail: ioil.konitsa@gmail.com
Όλα πλέον καταυγάζονται από το «φως το αληθινόν», αρκεί να θέλει ο άνθρωπος να ζει μέσα στο φως και να απολαμβάνει το φως.
Γι' αυτούς που ζουν μέσα στην αλήθεια, η εποχή του σκότους πέρασε και ο ζόφος αδυνατεί να τους «αγγίξει». Και τούτο, διότι η δικαιοσύνη της χάριτος που βιώνουν, τους οδηγεί στο πρόσωπο του Θεού.
Το τονίζει τόσο ξεκάθαρα ο αγαπημένος Προφήτης: «Εγώ δε εν δικαιοσύνη οφθήσομαι τω προσώπω σου». Οι άλλοι ας κάνουν ό,τι θέλουν. Δικός μου πλούτος είναι η αρετή. Και με αυτή θα παρουσιαστώ και θα εμφανιστώ εμπρός Σου. Αλλά, αυτή η ευλογία, μήπως έχει τελειωμό; Μήπως μπορεί ποτέ να γεμίσει η καρδιά και η όλη ύπαρξη από την θέα του Θείου Προσώπου;
«Χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοι την δόξαν σου»[1]. Θα ικανοποιηθώ και θα χορτάσω μόνο τότε, όταν απαύστως θα βλέπω και ακορέστως θα απολαμβάνω την δόξα του Προσώπου Σου, Κύριε.
Και, υπάρχει αντίρρηση, ότι μόνο μια καρδιά που γεύεται αυτή την πραγματικότητα, μπορεί να εκφράζεται κατ' αυτό τον τρόπο, αποτυπώνοντας έστω και ελάχιστα «κατ' άνθρωπον» την πραγματικότητα της χάριτος που βιώνει;
Χωρίς καμμία αμφιβολία, στην Βίβλο που κατέχει και ερμηνεύει αποκλειστικά η Εκκλησία, περιγράφονται καταστάσεις για το Πρόσωπο του Θεού, που είναι ασύληπτες για όσους έζησαν προ της ενανθρωπήσεως. Για όσους έψαχναν βασανιστικά μέσα στην έρημο, γυρεύοντας την πύλη του Κήπου της Εδέμ...
Αλλά, μόνο γι' αυτούς τους «Σίσυφους» ήταν αδιανόητο το Πρόσωπο και το βλέμμα του Θεού; Ακόμα και τα εκλεκτά πνεύματα που λαλούσαν «διά Πνεύματος Αγίου», λαχταρούσαν αυτά που ο πιστός απολαμβάνει διαπλέοντας μέσα στην «Κιβωτό της Σωτηρίας».
Πόσο ξεκάθαρα το κηρύσσει ο ίδιος ο Ενανθρωπήσας Θεός: «Αμήν γαρ λέγω υμίν, ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν ά βλέπετε, και ούκ είδον, και ακούσαι α ακούετε, και ουκ ήκουσαν»[2].
Συγκλονιστική πράγματι η βεβαίωση ότι πολλοί προφήτες και δίκαιοι, επεθύμησαν να δουν αυτά που είδαν οι Άγιοι Απόστολοι, και απολαμβάνουν τα μέλη της Εκκλησίας, μα δεν τα είδαν. Και να ενωτισθούν όσα άκουσαν τα τέκνα της Πίστεως, μα δεν ήχησαν στ' αυτιά τους. Και τούτο διότι έζησαν σε χρόνους προγενέστερους, που δεν πρόφθασαν να δουν με τους οφθαλμούς του σώματος, την επί γης παρουσία του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού.
Τι ευλογία αλήθεια! Το Πρόσωπο του Κυρίου Ιησού!
Ο «Ωραίος κάλλει παρά πάντων βροτούς»! Κανένα πρόσωπο ανθρώπου δεν μπορεί να συγκριθεί με Αυτή την Ουράνια ομορφιά.
Η ωραιότητα όμως αυτή, ήταν κυρίως πνευματική.
Η αγιότητα της ψυχής Του, έκανε το Πρόσωπό Του ν' ακτινοβολεί. Και μπορεί τώρα να σκεφθεί κανείς πόσο ευτυχισμένοι ήσαν οι Μαθητές Του, που είχαν το προνόμιο, αυτοί οι οφθαλμοί τους  να τον ατενίζουν και να τον προσέχουν καθημερινώς!
Αυτός που είχε το μοναδικό προνόμιο να αγγίξει με πολλή στοργή το πρόσωπό του, στο στήθος του Ιησού, «επιπεσών δε εκείνος επί το στήθος του Ιησού λέγει αυτώ. Κύριε, τις εστίν;»[3] και από κει να λάβει τα μυστικά της αγάπης μα και το χάρισμα της Θεολογίας, θα γράψει για να το γνωρίζει το ποίμνιό του, αλλά και όλοι οι πιστοί μέχρι το τέλος των αιώνων, ότι ναι, τον είδαμε: «ό ην απαρχής, ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής»[4]. Κηρύσσει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο Ιωάννης: Εκείνο που υπήρχε, όταν άρχισε η δημιουργία του κόσμου, το οποίο εμείς οι Απόστολοι με τα αυτιά μας ακούσαμε, με τα μάτια μας έχουμε δει, και τα χέρια μας εψηλάφησαν, θέλω δηλ. να πω περί του ενυπόστατου Λόγου, ο οποίος έχει μέσα του ζωή και αυτή τη ζωή τη μεταδίδει και στους άλλους, αυτό ακριβώς κηρύσσουμε!
Έβλεπαν λοιπόν, οι κατόπιν κήρυκες της οικουμένης, την ωραιότητα του Ιησού, η οποία ήταν αντανάκλαση της εσωτερικής Του ωραιότητας. Της αναμαρτησίας. Αυτή λοιπόν η εσωτερική καθαρότητα αντικατοπτριζόταν στη μορφή, στο Πρόσωπο του Ιησού. Και επόμενο είναι, όσο και αν προσπαθούν οι χαρισματούχοι του χρωστήρος να περιγράψουν και ν' αποτυπώσουν την ομορφιά αυτή, ουδέποτε αυτό θα γίνει πλήρως κατορθωτό, αφού ανθρώπινο χέρι είναι αδύνατον να κατορθώσει να αποδώσει αυτό το «άρρητον κάλλος» του Θεανδρικού Του προσώπου.
Μέσα λοιπόν σ' αυτό το πλαίσιο της καταγραφής της αληθείας για τον Ιησού, μέσα στα αθάνατα αυτά κείμενα που οι μαθητές και οι Ιεροί  Ευαγγελιστές αποθησαύρισαν στο Σώμα της Εκκλησίας, περιγράφονται και μεγαλειώδεις στιγμές που έζησαν κοντά Του.
Μέσα σ' ένα στίχο του πρώτου κεφαλαίου του Ευαγγελίου του, ο Μαθητής της αγάπης περιγράφει όσο το δυνατόν το μεγαλείο της Μορφής του Κυρίου: «Και ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας»[5]. Δηλ. για να εντυπωθεί περισσότερο στον καθένα, ποιος επιτέλεσε την υπερφυσική αυτή γέννηση και υιοθεσία, επαναλαμβάνω ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος μέσα στο χρόνο. Και έχοντας σκηνή και ως ναό άγιο την ανθρωπίνη φύση, παρέμεινε με πολύ οικειότητα μεταξύ μας ως ένας από εμάς. Κι εμείς χορτάσαμε να βλέπουμε με τα μάτια μας την υπέρλαμπρη και θεοπρεπή δόξα Του, η οποία φανερωνόταν με τα θαύματά Του και τη διδασκαλία Του και τη λαμπρότητα της αναμάρτητης και ολοκληρωτικής αγίας Του ζωής. Ήταν δόξα που δεν πήρε ως χάρισμα και δωρεά, όπως την λαμβάνουν τα λογικά δημιουργήματα, αλλά την είχε φυσική από τον Πατέρα Του, ως Υιός μονογενής που ήταν. Υιός γεμάτος χάρη, με την οποία θαυματουργούσε και μας αναγεννά, και γεμάτος αλήθεια, με την οποία μας φωτίζει, μας διδάσκει, μας εξαγιάζει και μας Χριστοποιεί!
Οπωσδήποτε, όλα τα του Κυρίου Ιησού έχουν ένα ανυπέρβλητο μεγαλείο. Τα λόγια Του, οι κινήσεις Του, η σιωπή Του ακόμα. Όλη Του η Μορφή που ακαταπαύστως ακτινοβολούσε. Και ακριβώς, αυτή την πραγματικότητα αποτυπώνει με θεολογικό λυρισμό ο ιερός υμνογράφος και ψάλλουμε γεμάτοι δέος και συγκίνηση κατά την κατανυκτική περίοδο του Τριωδίου: «Του Κυρίου την Μορφήν, απολαβούσα η Εκκλησία, χαίρει και σκιρτά, συν τοις τέκνοις αυτοίς, ως νίκης βραβεία, δεξαμένη παρ' αυτού, Ορθοδοξίας σύμβολα»![6]
Η Μορφή του Κυρίου, πάντοτε ακτινοβολεί. Όμως, λέγεται ότι ο Ιησούς δεν γέλασε ποτέ. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Υιός του Θεού ήταν σκυθρωπός. Ο ίδιος ρητά αντιτίθεται στο σκυθρωπό ύφος, όπως βλέπουμε μέσα στα Ευαγγελικά κείμενα. Θέλει ο άνθρωπος να φέρει ευχάριστο ύφος που αναδύεται μέσα από την απλή και καθαρή καρδιά.
Πραγματικά, δεν μπορούμε να φέρουμε στο νου μας της Μορφή του Ιησού, σκυθρωπή. Λυπημένη, βεβαίως. Αλλ' όχι σκυθρωπή, με την αρνητική έννοια του όρου, αφού στο εσωτερικό Του δεν υπήρχε «τροπής αποσκίασμα»[7]. Τον βλέπουμε όμως να δακρύζει. Και τα δάκρυα μαζί με τη χαρά και το ήρεμο και φωτεινό χαμόγελο, ήταν τόσο κοντά στη θεία Του Μορφή.
Χαίρεται με τα μικρά και αθώα παιδιά, επαναπαύεται στην όμορφη φύση με εικόνες από την οποία έπλεξε τις μοναδικές Του παραβολές, και λυπάται και δακρύζει στο κακό και στην αμαρτία, προβλέποντας και τα φρικτά τους αποτελέσματα. Και είναι συγκλονιστικό, όταν η Καινή Διαθήκη κάνει ειδική αναφορά στα δάκρυα αυτά: «Εδάκρυσεν ο Ιησούς»![8] Δάκρυσε όταν βρέθηκε μπροστά στον σφραγισμένο τάφο του φίλου του Λαζάρου. Κατόπιν, τα δάκρυα γίνονται κλάμα και θρήνος όταν αντικρίζει την σκληροκαρδία των συμπατριωτών Του και τα επερχόμενα δεινά. «Ως ήγγισεν, ιδών την πόλην, έκλαυσεν επ' αυτή».[9]
Έκλαυσε για την καταστροφή, μα κυρίως για την πόρωση της ψυχής των κατοίκων της προφητοκτόνου πόλεως. Την πόρωση αυτή που για κάθε ψυχή που την φέρει, την θεωρεί θανασιμότερη και απο τον θάνατο.
Δάκρυα λοιπόν, και θρήνος του Ιησού!
«Εδάκρυσε» για του νεκρούς, όχι όπως συμβαίνει στους «μη έχοντας ελπίδα»[10], αλλά ήρεμα. Με τα δάκρυα που ποτίζουν τον αγρό της ελπίδας και δροσίζουν την βεβαιότητα ότι «αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις»[11] συνάμα δε μας έδειξε ότι Αυτός είναι ο Κύριος της «ζωής και του θανάτου», πραγματώνοντας στον «φίλον Λάζαρον» εκείνο που οι Απόστολοι εκήρυξαν και η Εκκλησία αποκρυστάλλωσε στο Ιερό της Σύμβολο. Αυτό που ο κάθε πιστός προσδοκά, την «Ανάστασιν νεκρών»!
Όντως, για τον πιστό, όταν αυτός αναχωρεί προς τον «ακύμαντον λιμένα», αρκούν μόνο τα «διαμάντια των οφθαλμών». Αντιθέτως, στον αμετανόητο που αρνείται το λατρευτό Πρόσωπο του Ιησού, δεν προσφέρουν τίποτε απολύτως τα δάκρυα και οι κλαυθμοί...
(Συνεχίζεται)

[1]      Ψάλμ. ΙΣΤ' 15
[2]      Ματθ. ΙΓ' 17
[3]      Ιωάν. ΙΓ' 25
[4]      Α' Ιωάν. α' 1.
[5]      Ιωάν. Α' 14
[6]      Τριώδιον Ορθ. Εκκλ.
[7]      Ιακ. Α' 17
[8]      Ιωάν. ΙΑ' 35
[9]      Λουκ. ΙΘ' 41
[10]    Α' Θεσ. δ13
[11]    Ησ. ΚΣΤ΄ 19
Δείτε και Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, Το βλέμμα του Θεού Μέρος Α΄ , Μέρος Β΄ ,Μέρος Γ΄Μέρος Δ΄Μέρος Ε΄ και Μέρος ΣΤ΄.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)