2/4/14

Αρχιμ. Αρσένιος Κατερέλος, Ο τρόπος και τα επόμενα στάδια της ευχής

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΣΤΑΔΙA ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ
(προηγονται  ρωταποκρίσεις)
ρχιμανδρίτης ρσένιος Κατερέλος,
γούμενος . Μονς γίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος,
ς ξεκινήσωμε, σιγά-σιγά, τό σημερινό μας θέμα.
λλά, πρίν μως προχωρήσωμε, γαπητοί ν Χριστ δελφοί μου, ς παντήσωμε σέ τρες-τέσσερις πορίες πού μς τέθησαν.

πρώτη πορία, ποία ταν δημοσία εχε σχέσι μέ τήν χρονική ξέλιξι τς εχς το ησο. ννοεται, στό πέρασμα τς κκλησιαστικς στορίας, πς ατή ξελίχθη.
Καί παντήσαμε τι, σέ πολλά σημεα τς Καινς Διαθήκης πάρχει σχετική ναφορά. πως στό εαγγέλιο τν Δέκα Λεπρν ναφέρεται σχετική κεσία τν λεπρν: '' ησο, Διδάσκαλε, λέησον μς''. , στήν περικοπή το κ γενετς τυφλο, τί λεγε τυφλός διακας; ''Υέ Δαυΐδ, λέησόν με''. Καί σέ διάφορα λλα σημεα, βέβαια το Εαγγελίου πάρχουν σχετικές πικλήσεις.

Ατές λες ο κεσίες, δέν εναι παρά διάλειπτη προσευχή τς κκλησίας, πού τήν κομε, ταν σέ κάθε ατησι το ερέα, λαός παντ μέ τό ''Κύριε, λέησον''. , λοιπόν, εχή το ησο δέν εναι τώρα παρά μία μεγαλυτέρα καί πιό λοκληρωμένη νάπτυξις τς κεσίας ατς.
Εναι γνωστή εχή το ησο πό τήν ποχή το ββ Μακαρίου, πως ναφέρεται στό Γεροντικό, πό τό 300-390 μ.Χ. δηλαδ, στό σημεο πού λέγει: «ρώτησαν τινές τόν ββ Μακάριο, λέγοντες: ''Πς φείλομεν προσεύχεσθαι;'' Λέγει ατος Γέρων: ''Οκ στι χρεία βατολογεν, λλ κτείνειν τάς χερας καί λέγειν 'Κύριε, ς θέλεις καί ς οδας, λέησον'. άν δέ πίκειται πόλεμος, 'Κύριε, βοήθει'. Καί Ατός οδε τά συμφέροντα καί ποιε μεθ μν λεος''».
ς κάνωμε στά λόγια ατά λεύθερη μετάφρασι: ρώτησαν κάποιοι τόν ββ Μακάριο - εχε μεγάλη φήμη διακριτικο σκητο - καί το επαν: «Πς πρέπει νά προσευχώμεθα, Γέροντα;» Καί πήντησε Γέροντας: «Δέν εναι νάγκη νά λέμε πολλά, λλά νά κτείνωμε τά χέρια μας - καί τήν ψυχή μας ννοεται - λέγοντας: ''Κύριε, πως σύ γνωρίζης, πως θέλης, νά μέ εσπλαγχνισθς''. άν δέ πάρχη καί κάποιος πόλεμος, κάποιος πειρασμός, νά λέμε: ''Κύριε, βοήθησέ με''. Καί Θεός ξέρει κενο τό ποο συμφέρει καί δίνει, στήν κατάλληλη στιγμή, τήν κατάλληλη κβασι καί μς λεε».
λλά καί γιος ωάννης, συγγραφέας τς Κλίμακος (570-649 μ.Χ. περίπου), ναφέρει σχετικά: « μνήμη το ησο νωθήτω τ πνο σου καί τότε γνώσει συχίας φέλειαν». Δηλαδή, μνήμη, νθύμησις το ησο, νά νωθ μέ τήν ναπνοή σου, νά εναι διαρκής, καί τότε θά γνωρίσης τήν φέλεια ποία προκύπτει πό τήν κατά Θεόν συχίαν.
Καί λλο, κόμη πιό παραστατικά, λέγει διος θεόπτης συγγραφέας τς Κλίμακος: «ησο νόματι, μάστιζε πολεμίους. Ο γάρ στί ν τ οραν καί πί γς σχυρότερον πλον». Δηλαδή, μέ τό νομα το Χριστο νά μαστίζης τούς χθρούς, πού εναι αυτός μας, ο δαίμονες καί κόσμος. Δέν πάρχει πιό δυνατό, πιό δραστικό πλο, οτε στόν ορανό, οτε στήν γ πό τό νομα το Χριστο, πό τήν προσευχή στό νομα το Χριστο.
Καί, μέ φορμή τώρα ατήν τήν ντως ραία ρώτησι, ς ναφέρωμε τι, χι μόνο τό θέμα τς προσευχς το ησο, λλά καί πολλά λλα πράγματα μέσα στήν κκλησία, ν γί Πνεύματι ξελίχθησαν καί νεπτύχθησαν. πως εναι ο ορτές, Λατρεία, μνογραφία, καί να σωρό λλα πράγματα, τά ποα διέπουν τήν ρθόδοξη πνευματικότητα, τέχνη, κ.ο.κ.
ς πομε να κτυπητό παράδειγμα: Πς νομίζετε, τι γίνοντο, τά πρτα χρόνια, ο Θεες Λειτουργίες; σως φαν παράξενο, τώρα, σέ μς. Τότε, κάθε ερέας, πως εναι φυσικό, νάλογα μέ τήν θεολογική του μόρφωσι καί τήν προσωπική του κατάρτισι, κανε κάποιες ατοσχέδιες προσευχές. πάνω βέβαια στό γενικό πλαίσιο, στό ν γένει πρότυπο το Μυστικο Δείπνου. Καί τσι, γίνετο μεταβολή τν Τιμίων Δώρων σέ Σμα καί Αμα Χριστο. τσι ξεκίνησαν. Καί πο φθάσαμε; Φθάσαμε, γιά λόγους ενοήτους, γιά νά μή γίνωνται λάθη δογματικά, γιά νά πάρχη μία πιό ραία καί πλούσια λατρεία, κ.ο.κ., φθάσαμε στίς Θεες Λειτουργίες τν ποστολικν Διαταγν, το γίου Μάρκου, το γίου ακώβου το δελφοθέου, το γίου Γρηγορίου το Θεολόγου, το Μεγάλου Βασιλείου, καί τήν πιό γνωστή μας, το γίου ωάννου το Χρυσοστόμου, πού εναι τόσο πλούσιες. Καταλαβαίνετε λοιπόν, πς τά πράγματα ξελίσσονται στήν θεία Λατρεία. ς μή πομε μως πιό πολλά γιά τήν ξέλιξι τς εχς καί τς Θείας Λειτουργίας. κενο πού θέλω μως, μέ φορμή ατήν τήν ραία πορία, νά κρατήσωμε εναι τό ξς:
,τι χει γία μας κκλησία σέ χρσι, εναι λαμπικαρισμένο. Καί γι ατό, ς μή μς πασχολ τόσο πς φθασε σέ μς. Μικρό τό φελος εναι τό νά μάθωμε πς φθασε. λλά, πάνω καί πέρα π λα, ς μς πασχολ πς μες θά τό χρησιμοποιήσωμε πιό σωστά, πιό θεάρεστα, γιά πνευματική μας δηλαδή προσωπική φέλεια, καί πς ατό θά τό σεβασθομε πως πρέπη.
Τώρα, μία λλη πορία εναι ξς: ''Ποιά εναι βλασφημία κατά το γίου Πνεύματος;'' Διότι, πειδή εναι ντως συγχώρητη, σύμφωνα μέ τό Εαγγέλιο, μερικοί φοβονται μήπως περιέπεσαν σέ ατήν καί δέν πρόκειται ποτέ νά συγχωρεθον. ν καί εναι πάρα πολλές ο ρθές ρμηνεες, βασικά, βλασφημία κατά το γίου Πνεύματος εναι τό νά ποδίδη κανείς τίς νέργειες το Θεο στόν Διάβολο. Καί ατό νά τό κάνη πό κακίστη πρόθεσι. πως π.χ. λεγαν ο Φαρισαοι γιά τόν Χριστό, τι διώχνει τά δαιμόνια μέ τήν δύναμι το σαταν. Γιά νά μήν μως πεκταθομε πάρα πολύ στό θέμα ατό, λέμε τά ξς: τι πλήρης μετανοησία εναι προσβολή κατά το γίου Πνεύματος καί ξ ρισμο, ατή μετανοησία εναι, πως καταλαβαίνετε, συγχώρητη. Δηλαδή πρακτικά, τελικά, ποιά εναι βλασφημία κατά το γίου Πνεύματος; Εναι μετανοησία.
μες, δηλαδή, πού γωνιζόμαστε, νά μή φοβώμαστε γι ατό. Δέν πάρχει μαρτία συγχώρητη γιά κανέναν νθρωπο ποος γωνίζεται, άν μετανοήση, φυσικά. Καί, δέν θά κατακριθομε πειδή μαρτήσαμε, λλά θά κατακριθομε άν δέν μετανοήσωμε γιά κενα στά ποα περιεπέσαμε καί μαρτήσαμε.
πίσης, μία λλη πορία ναφέρεται ες τήν διάκρισι τν λογισμν, άν προέρχωνται πό τόν χθρό, χι. Πς δηλαδή μες θά τό διακρίνωμε.
γαπητοί μου δελφοί, γιά μς εναι, χι πλς πιό σφαλές, λλά εναι ντελς παραίτητο νά ρωτμε κάποιον διακριτικό πνευματικό. Διαφορετικά, σίγουρα, θά πάθωμε, ργά γρήγορα, πνευματική ζημιά. Γιατί, ν ρωτμε ναν διακριτικό πνευματικό, ατός θά μς δίνη τήν σωστή πάντησι. λλά, καί πέρα πό ατό, διάθεσις τς ταπεινώσεως πού χομε, χωρίς ντροπή, χωρίς δισταγμό, χωρίς μφιβολία, νά ξωτερικεύσωμε καί νά ξαγορεύσωμε τίς δικές μας σκέψεις καί τούς δικούς μας λογισμούς σέ κάποιον λλον, καί μόνον π ατήν τήν στάσι μας, Θεός συγκινεται, άν βέβαια εναι πέρα γιά πέρα ατή μας διάθεσις ελικρινής. Καί Θεός, βλέποντας τήν προαίρεσί μας, θά μς φωτίση καί θά μς δηγήση σέ σωστό πνευματικό δρόμο. Ατή εναι περα τν Πατέρων, ατή εναι τάξις τς κκλησίας καί παράδοσίς Της. ξαγόρευσις τν λογισμν καί τν μαρτιν.
Καί μία τελευταία ρώτησις, σως λίγο πιό δύσκολη. Λέγει ατή ρώτησις, άν συνείδησις πού χομε εναι ποτέλεσμα πολιτισμικό, άν ο νθρωποι μς τήν πέβαλαν ξωτερικά.
ναμφισβήτητα, συνείδησις πάρχει μφυτη πό τόν Θεό στόν νθρωπο. Δέν εναι ατή καθ αυτή συνείδησις ποτέλεσμα τν διαφόρων πολιτισμν καί νομοθεσιν. Βέβαια, ναλόγως τν περαρίθμων παραγόντων - πού τώρα δέν πάρχει χρονική δυνατότης νά ναπτυχθον - συνείδησις διαπλάθεται, λεπτύνεται, μβλύνεται, πωρώνεται, κλπ.
Ες τό σημεο ατό ς πομε τι, πρίν πό τήν πτσι το δάμ, μόνο νας σχετικός χρος μέσα στήν ψυχή πρχε ες τόν νθρωπο, καί ατός δέν εναι λλος παρά ''θική συνείδησις''. κείνη δηλαδή, πού καθιστοσε τόν δάμ γνώστη το τί κάνει. Διότι, άν δέν εχε θική συνείδησι δάμ, τότε δέν θά μποροσε νά ντιληφθ τήν μαρτία του καί ς κ τούτου δέν θά το πεύθυνος γι ατήν. Τώρα, ταν σφαλε στόν Θεό δάμ, ντί νά μετανοήση, επε: ''Θεέ μου, δέν φταίω γώ, λλά γυνακα πού σύ μο δωσες''. Βλέπετε, λο τό βάρος πέφτει κυρίως στό ''σύ''. ''σύ φτας, δηλαδή, Θεέ !'', οτε λίγο, οτε πολύ.
λλά, μέ ατήν τήν δικαιολογία του δάμ τότε κανε μοιραα μία μετάθεσι τς νοχς πό τόν χρο τς συνειδήσεώς του σέ ναν λλο χρο πού δέν πρχε πρτα. Καί ατός χρος εναι ατό πού λέμε σήμερα ''ποσυνείδητο''. Τότε δηλαδή, γιά πρώτη φορά στήν στορία τς νθρωπότητος, δημιουργεται τό ποσυνείδητο, πού μοιραα καί ναγκαστικά θά κληροδοτηθ πιά στό νθρώπινο γένος, καί πού θά ποτελέση, πως χωμε ξαναπ πιό ναλυτικά σέ λλες μιλίες, τήν τραγικότητά του, καί σέ καιρούς ερηνικούς, καί σέ καιρούς πολεμικούς.
Δέν πάρχει νθρωπος χωρίς ποσυνείδητο, σο γιος καί ν εναι. Μόνον ησος Χριστός, '' σεσαρκωμένος Λόγος το Πατρός, κ το ορανο καταβάς'', δέν εχε ποσυνείδητο. Βέβαια, στούς γίους πάρχει ξς διαφορά: διαφορά εναι τι ο γιοι, μέ τόν συνεχ τους προσωπικό γνα, λοένα καί περισσότερο, τειναν καί τείνουν νά ξαλείψουν ατό πού λέμε ''ποσυνείδητο''.
Τώρα στήν ποχή μας, λο καί πιό πολύ, συστηματοποιεται ατή πώθησις, ατό τό διώξιμο δηλαδή τς νοχς. Γιατί; πειδή νοχλεται σύγχρονος νθρωπος, χι πλς πό τίς μαρτίες, λλά καί πό τό κουσμα τς λέξεως ''μαρτία''. Τόν νοχλε φάνταστα. Καί τί θέλει; Θέλει νά καταργήση κόμη, ε δυνατόν, καί πό τό λεξικό, τήν λέξι '' μαρτία''. Καί νομίζει ταλαίπωρος σύγχρονος νθρωπος, πού τόσο βασανίζεται, τι πειδή δέν θέλει νά βλέπη τήν μαρτία του, τι δθεν πελευθερώνεται πό τήν προσωπική του διάχυτη μαρτία. Δηλαδή, τό κρον ωτον το στρουθοκαμηλισμο. Καί τοτο πειδή μαρτία δέν ξαλείφεται. πλς νθρωπος δέν τήν βλέπει, λλά πάρχει. Καί φ σον πάρχη, κατατρώγει τόν σύγχρονο νθρωπο, δυστυχς πατόκορφα, σέ λο του τό εναι καί τόν διαλύει ψυχικά, ργανικά, καί τό πολύ χειρότερο, πνευματικά, διαχρονικά, αωνίως.
Ατά, πρός τό παρόν, ς πρός τίς ντως νδιαφέρουσες πορίες σας.
ς συνεχίσωμε μως παρακάτω στό θέμα τς προσευχς το ησο.
πως επαμε, στήν ρχή, καλύτερα εναι νά τήν λέμε ψιθυριστά. Γιά μς λους, πού εμαστε ναμφισβήτητα ρχάριοι, χρειάζεται βία καί γνας πολύς, δυνηρός, σκληρός, νελέητος. λος γνας δέ, κυρίως γκειται στό νά περικλείωμε τόν νο μας στίς ννοιες τν λόγων πού προφέρομε. Δηλαδή, νά προσέχωμε καλά νά ννοομε τί λέμε. κενο πού λέμε, νά τό χωνεύωμε καλά μέσα μας. ''Κύριε, ησο Χριστέ, λέησόν με''. ''Κύριε, ησο Χριστέ, λέησόν με''. Νά καταλαβαίνωμε δηλαδή τίς ννοιες τν λέξεων. Νά χορταίνωμε πό ατές. πομένως, κείνη τήν στιγμή, τό πλέον φέλιμο εναι νά προσέχωμε τί λέμε.
Βέβαια, διον το νοός εναι τό στατον, δηλαδή νά φεύγη πέρα-δθε. πως λένε ο γιοι Πατέρες, τό μυαλό μας μοιάζει μέ κάποιο λητάκι, το ποίου το ρέσει νά σεργιανάη τδε κακεσε, πέρα-δθε. τσι, καί νος μας ρέσκεται στό νά πηγαίνη σέ διάφορες ποθέσεις, πό δ καί πό κε. λλά, που πεμβαίνει Θεός, τά πάντα σταθεροποιονται. τσι θά συμβ καί στήν περίπτωσι το νοός μας, ταν πέμβη Θεός, θά χωμε εχή μετεώριστη, δηλαδή χωρίς διακοπές, χωρίς νά σκεπτώμεθα λλες ποθέσεις. λλά γιά νά πέμβη Θεός, πρέπει νά προηγηθ, παραιτήτως πό τή πλευρά μας, μέχρις ξαντλήσεως θά λέγαμε, νθρωπίνη προσπάθεια, τό νθρώπινο φιλότιμο. Καί μέ σωστό ννοεται πάντα φρόνιμα.
κενο πού θά θέλαμε νά τονίσωμε στό σημεο ατό, εναι τι, κατά τήν ρα τς προσευχς, δέν πρέπει νά υοθετομε καμμία πολύτως σκέψι. χι μόνο τίς βλαβερές σκέψεις, χι μόνο τίς νωφελες, λλά καί τίς πλέον ''φέλιμες''. λέξις ''φέλιμες'' τίθεται σέ εσαγωγικά, διότι τελικά, τολάχιστον γιά τήν ρα τς προσευχς, κάθε λλο παρά φέλιμες εναι. Εναι μιά πουλη παγίδα το διαβόλου. Διότι τό πλέον φέλιμο, τολάχιστον γιά τήν ρα τς προσευχς, εναι νά προσέχωμε, χωρίς φαντασιώσεις, στά λόγια τς προσευχς.
Νά τό πομε πιό πλ γιά νά γίνωμε πιό κατανοητοί. Νά μή σκεπτώμεθα, οτε κκλησίες, οτε μοναστήρια, οτε προσκυνήματα, οτε γεροντάδες, οτε λόγια γεροντάδων, οτε φωτεινά πρόσωπα, οτε γίους, οτε εκόνες, οτε τίς διάφορες συνομιλίες πού εχαμε μέ νθρώπους φωτισμένους καί εχαμε γοητευθ καί εχαμε βοηθηθ πό ατούς. Τίποτε πό λα ατά, πού, ν τά σκεφθομε λλες ρες καί στιγμές, εναι ντως παραίτητα, φέλιμα καί μς δίνουν δύναμι καί φώτισι στόν προσωπικό μας γνα. Τό νά τά διώχνωμε λα ατά μως εναι πάρα πολύ δυνηρό στήν ρχή, γιατί εναι κακομαθημένος αυτός μας, νος μας. Εναι μέν δυνηρό, λλά πάντα φέλιμο καί παραίτητο.
Λέγει μακαριστός γιορείτης Γέρων ωσήφ συχαστής, σέ κάποια πό τίς πιστολές του πού συμβουλεύει περί τς εχς: ''Πρόσεχε μόνο, ταν λέγης τήν εχή, νά μή δέχεσαι φαντασίες, διότι τό θεον εναι νείδεον, δέν χει δηλαδή εδος, εναι φάνταστον, χρωμάτιστον, εναι περτέλειον, δέν δέχεται νθρωπίνους συλλογισμούς, νεργε ς αρα λεπτή ν τας διανοίαις μν''. νεργε σάν λεπτή αρα, χι τι εναι λεπτή αρα, διότι τό θεον δέν περιγράφεται.
Βέβαια, ς μή κρυβώμαστε, εναι λλωστε ατονόητο, τι χρειάζεται γνας, χι μις μέρας - μες θέλομε μέσα σέ να βράδυ νά ποκτήσωμε τήν εχή -, λλά χρειάζεται γνας μις ζως. Διότι, διαίτερα κατά τήν ρα τς προσευχς, μς πολεμάει μέ λύσσα, μέ μέθοδο, μέ διαίτερη μανία διάβολος. Μς πολεμον ασχροφρικιαστικοί καί λλόκοτοι λογισμοί πάσης φύσεως καί κατευθύνσεως. Μς πολεμάει κηδία, ρχονται στήν πιφάνεια πωθημένα, πάρα πολλά, σως καί ξεχασμένα, ρχεται καιρος θυμός, πού πολλές φορές εναι πάρα πολύ δυνατός, καί κατά τήν προσευχή, καί μετά τήν προσευχή. Μς ρχονται στόν νο μας διάφορες δουλειές, ποχρεώσεις, νά μή ξεχάσωμε τό να, νά μή ξεχάσωμε τό λλο - δθεν, παραίτητο ατό, παραίτητο κενο, κλπ. Μς τά διογκώνει λα ατά πειρασμός καί δική μας πειρία. Μς τά διογκώνει σέ βαθμό περβολικό καί ν ταν προσευχώμαστε λέγαμε νά μή ξεχάσωμε τό α, τό β, τό γ, εναι παραίτητα, κλπ., ταν τελειώνη προσευχή δέν θυμόμαστε τίποτε πό λα κενα πού, κατά τήν διάρκεια τς προσευχς μς πνιγαν καί τά θεωρούσαμε, ν τ πειρί μας, πολύτως ναγκαα νά τά διεκπεραιώσωμε.
Λοιπόν, μς πνίγει μέ παντός εδους μέριμνες, δθεν πιβεβλημένες καί μέ μία λέξι μς κτυπάει μέ κάθε τρόπο, νελέητα, πειρασμός, κμεταλλευόμενος βέβαια τήν δική μας μέλεια, μς κτυπάει πειρασμός πανταχόθεν. Γι ατό, κτός τν λλων, συμφέρει νά λέμε τήν εχή ψιθυριστά. πότε, καί νά φεύγη νος, τολάχιστον μένουν τά λόγια καί τό κέρδος βέβαια, σύν τ χρόν, δέν εναι καθόλου μικρό. λλωστε, ταν κούη τό ατί τί λέγει τό στόμα, πιό εκολα νος πανέρχεται στόν αυτό του πό τόν μετεωρισμό, πό τήν διάσπασι καί συνεχίζει τόν γνα τς προσευχς. ν, ταν ρχάριος πνευματικά δέν λέη τήν εχή ψιθυριστά, τότε ξεφεύγει νος καί ποιός ξέρει, μετά πό πόση ρα, Θεός θά τόν φωτίση, διος θά καταλάβη, τέλος πάντων, τι πρέπει νά συνεχίση τήν προσευχή, τήν ποία εχε ξεκινήσει.
Βέβαια στό σημεο ατό, νά διευκρινήσωμε, τι ατοί καθ αυτοί ο λογισμοί δέν εναι ποτέ μαρτία, ταν φυσικά δέν τούς δεχώμαστε, ταν δέν τούς ''σκαλίζωμε'', ταν δέν τούς βάζωμε ''λίπασμα''. Καταλαβαίνετε τί ννοομε. Τότε, πό τήν θλψι ατή τν λογισμν πού μς προσβάλλουν, χι μόνο δέν ζημιωνόμεθα, λλά προαγόμεθα πνευματικά, σοφιζόμεθα δηλαδή στόν γνα κατά τν παθν. Εναι λοιπόν πειρασμοί πού μς προάγουν καί, σο προχωράει γωνιστής, τόσο πιό δυνατοί εναι ο ντίπαλοι, ο ποοι ναφύονται στό πνευματικό μέτωπο. Ατό εναι πνευματικός νόμος.
Καί τό κάνει χθρός ατό μέ τούς λογισμούς γιά νά πελπισθομε καί νά σταματήσωμε ντελς τήν προσευχή, διότι δθεν, χι μόνο δέν φελούμεθα πό ατήν, λλά πί πλέον μαρτάνομε κόμη περισσότερο κατά τήν διάρκεια τς προσευχς, φ σον κατ ατήν σκεπτώμεθα πράγματα δθεν πιό σχημα, δθεν πιό λλόκοτα, δθεν πιό παράδεκτα, πού δέν τά σκεπτόμεθα πρίν ξεκινήσωμε τήν προσευχή.
Καί δ δυστυχς εναι πικρή λήθεια, πέφτομε λίγο-πολύ λοι μας σ ατήν τήν παγίδα το διαβόλου, καί ετε πογοητευόμεθα, ετε παρατμε τήν προσευχή, ετε πέφτομε σέ μελαγχολία, τό λιγώτερο, πιάνομε κουβέντα μέ τούς λογισμούς καί χάνομε τό περιεχόμενο τς προσευχς. Φεύγει τό μυαλό μας δηλαδή πό τά λόγια τς εχς καί μετεωριζόμεθα.
Τό τι πάρχει γνας, τό τι πάρχουν πιθέσεις πό τόν χθρό, τό τι πάρχει πόλεμος, τί σημαίνει; Σημαίνει, τι πειδή κριβς πολεμεται πό μς, γι ατό καί μς ντιπολεμ. Ατό καί μόνο, πρέπει νά μς δίνη θάρρος νά συνεχίσωμε τήν προσευχή μέ περισσότερη δύναμι, μέ περισσότερη προσοχή, μέ μεγαλύτερη λπίδα καί θεία παρηγοριά.
Βέβαια, πως επαμε, χρειάζεται πό μς προθυμία καί πομονή. Δέν πρέπει νά ρεμβάζωμε ν τ καιρ τς ργασίας, σο ξαρτται πό μς. Λέγει ες τό σημεο ατό ερός Χρυσόστομος περίπου τό ξς: «νθρωπέ μου, άν σύ διος δέν κος τήν προσευχή σου, δέν προσέχης τά δικά σου λόγια, πς χεις τήν παίτησι, τήν φέλεια καί τήν θρασύτητα νά σέ κούση διος Θεός;»
Βέβαια, χρειάζεται γνας. Καί, σιγά-σιγά, πως δη επαμε, πό τήν ποσότητα ρχεται καί ποιότητα. Ατό λλωστε σχύει καί στούς πολοίπους τομες τς ζως μας. πό τήν ποσότητα, πό τίς πολλές φορές, ρχεται καί ποιότητα, ρχεται καί βελτίωσις. Ατά εχαμε νά πομε ς πρός τούς λογισμούς κατά τήν ρα τς προσευχς.
προσευχή ποτέ δέν ατονομεται. Δέν πρέπει νά λέμε τήν εχή μηχανικά, ψυχα, σάν τό ρολόϊ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, χωρίς νά χωνεύωμε, χωρίς νά καταλαβαίνωμε ατά πού λέμε, λλά πρέπει νά τά ασθανώμεθα, πρέπει νά ασθανώμεθα μέσα μας καλά τήν εχή.
Λοιπόν, στήν ρχή πως επαμε τήν λέμε ψιθυριστά. Καί, άν καταβάλωμε διαίτερη προσπάθεια, διαθέτωμε πολύ χρόνο, μέ σωστό πάντα φρόνημα, μέ συντετριμμένο φρόνημα - ατά πάντα ννοονται -, άν κάνωμε προσπάθεια, ποιοτική καί ποσοτική, τότε, σιγά-σιγά, θά μπορομε νά λέμε τήν εχή, μέ κάποια σχετική πλέον εκολία καί νοερά. Νά τήν λέμε πό μέσα μας, μέ τόν νο μας. πό τίς πολλές φορές πού τήν παναλαμβάνομε γίνεται ατό.
Γι ατό, λλωστε, καί πιμένομε εδικά σέ ατήν τήν μέθοδο τς προσευχς, γιατί εναι μονολόγιστη - ''Κύριε, ησο Χριστέ λέησόν με'' - καί μπορε νος νά συγκεντρώνεται καλύτερα καί νά συνηθίση ατές τίς πέντε λέξεις καί ς κ τούτου νά τίς παναλαμβάνη χωρίς κόπο. ν ο ποικίλου περιεχομένου στίχοι λλων προσευχν δέν ''χωνεύωνται'' εκολα, οτως στε νά μπορον νά παναληφθον ες τό μυαλό μας ατόματα, πως δηλαδή γίνεται μέ τήν προσευχή το ησο.
Νά ναφέρωμε καί τό ξς: Νομίζω δέν εναι ντροπή νά διδασκώμεθα καί πό λλα πράγματα, τά ποα βλέπομε ες τήν ζωή μας. πως κριβς καί κάποιοι ργάτες, πού δουλεύουν πό τό πρωΐ μέχρι τό βράδυ, λη τήν μέρα, χωρίς νά τό θέλουν πλέον, πό συνήθεια, παναλαμβάνουν τούς στίχους νός τραγουδιο, λένε μία μελωδία καί ατή πανάληψις, χι μόνο δέν τούς κουράζει, χι μόνο δέν εναι ες βάρος τς ποδόσεως ες τήν ργασία τους, λλά τοναντίον τούς ξεκουράζει, τούς παρηγορε, τούς δίνει νέα θησι, δύναμι καί κουράγιο γιά τήν δουλειά τους. Καταλαβαίνετε, λίγο-πολύ, τί ννοομε.
Καί, ν πιμείνωμε κόμα πιό πολύ, μέ τόν καιρό, καί δέν ποκάμωμε, δέν βαρεθομε, δέν τά παρατήσωμε, πιμείνωμε δηλαδή σ ατήν τήν προσευχή καί προσευχώμαστε γιά πολύ καιρό καί πολύ χρόνο τήν κάθε φορά καί φαρμόζωμε ταυτόχρονα λα τά προστάγματα τς κκλησίας μας - πιμένομε σέ ατό - καί άν εδοκήση καλός Θεός, τότε, σως σέ μερικούς, δοθ πλέον τό χάρισμα τς καρδιακς προσευχς. Ατό σημαίνει, τι σοι τό λάβουν θά μπορον νά λέγουν τήν προσευχή το ησο πλέον μέ τήν καρδιά κοπα, βίαστα, χωρίς τήν παραμικρή πό τήν πλευρά τους πλέον προσπάθεια.
Ξανατονίζομε, τι δέν πρέπει νά κάνωμε πιλεκτικά ,τι μς ρέσει, σο μς ρέσει καί ν μς ρέση πειδή θέλομε λα νά τά κόβωμε στά δικά μας μέτρα καί σταθμά - ατό εναι ρθόδοξος προτεσταντισμός -, λλά παραιτήτως πρέπει νά κάνωμε πλήρη πακοή σέ λα νεξαιρέτως τά προστάγματα τς γίας μας κκλησίας.
Βέβαια, κατάστασις τς καρδιακς προσευχς, κατά τήν ποία χωρίς πλέον καμμία πολύτως βία καί προσπάθεια δική μας ατόματα πηγάζει εχή μέσα πό τήν καρδιά μας, εναι ναμφισβήτητα δρο το Θεο. Δέν πρέπει μως νά ξεχνμε,  τι τά δρα Του τά δίνει Θεός τελικά μόνο στούς πραγματικούς Του γωνιστάς, στά πνευματικά Του παλληκάρια. Διαφορετικά, ν δέν γίνετο τσι, θά το δικία κ μέρους το Θεο, πργμα πού σφαλς εναι πέρα γιά πέρα τοπο.
σοι δέν χουν κ πείρας ασθανθ ατό τό ποο ναφέρομε, νά μή προσπαθον, νά μή ''κουράζωνται'', δέν μπορον μέ τίποτε νά τό καταλάβουν στό βάθος, πς δηλαδή καρδιά, χωρίς πλέον καμμία πολύτως βία, μπορε ατόματα νά λέγη τά λόγια τς προσευχς το ησο. Καί ατό, πειδή εναι ντως μυστήριο, προϊόν τς νεργείας το Θεο. Γιατί προσευχή, ς μή γελιώμαστε, δέν μαθαίνεται οτε χαρίζεται παρά μόνο κ πείρας μετά πό προσωπικό μας γνα. σο καί νά κομε, σο καί νά μελετομε, άν δέν γωνισθομε σωστά, τότε μοιραα τίποτε, μά τίποτε πολύτως, δέν θά πιτύχωμε.
 μες δ κατά τήν μικρή δύναμί μας πλς δίνομε κάποιες πλές κατευθυντήριες γραμμές, μέ τήν βοήθεια τν ποίων προσπαθομε, χι σφαλς νά διδάξωμε, λλά νά σς παρακινήσωμε, στε ε δυνατόν λοι μας νά γευθομε καί νά γνωρίσωμε προσωπικά τά νεξάντλητα μυστήρια τς προσευχς το ησο. Καί καθένας μας καταλαβαίνει τελικά, νάλογα μέ τήν δική του πνευματική κατάστασι. τσι, πί παραδείγματι, ν κάποιος κάνη μάθημα γυμνασιακο πιπέδου σέ κάποιον κροατή του πού εναι το Δημοτικο, κροατής, πού εναι το Δημοτικο, δέν θά καταλάβη τίποτε περισσότερο παρά σα εναι το Δημοτικο, γιατί μόνο ατά κατέχει. Γι ατό, κι μες δ δέν προσπαθομε νά σς μάθωμε ατήν τήν προσευχή, λλά προσπαθομε νά σς δώσωμε πλς τό ναυσμα γιά τήν προσευχή ατή.
πως, κατ ντιστοιχίαν καί κατ ναλογίαν, καί λόγος το Εαγγελίου, σο κι ν ατό πού θά ναφέρωμε μς φαν παράξενο, δέν εναι ατή καθ αυτή ποκάλυψι το Θεο, πως σως σφαλμένα θεωρομε καί νομίζωμε. λλά, τί εναι; Εναι θεωρία περί τς ποκαλύψεως το Θεο. Γιατί ποκάλυψι τελικά εναι θέμα προσωπικό το καθενός. Εναι θέμα τς προσωπικς του πλέον πεντηκοστς.
Γιά νά γίνωμε κόμη πιό σαφες, πί παραδείγματι, ταν λέγη στό Εαγγέλιο, Χριστός, τι ''γώ εμί τό φς το κόσμου'', ατήν τήν φρσι, λλοις τήν καταλαβαίνει νας ντελς μύητος, λλοις νας μφιταλαντευόμενος, λλοις νας χλιαρός, λλοις νας εσυνείδητος, λλοις νας γωνιστής, διαφορετικά μως νας γιος Γρηγόριος Παλαμς καί νας γιος Συμεών Νέος Θεολόγος.
ς άναφέρωμε να χαρακτηριστικό παράδειγμα. ταν διάβαζε νας, μακαρίτης τώρα, καλός βέβαια κατά τά λλα, καθηγητής Πανεπιστημίου παρακαλ, κομμάτια πό τόν γιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, πού περιέγραφε τόν περίγραπτο θεο ρωτά του, χι πλς δέν καταλάβαινε τά λόγια το γίου Συμενος το Νέου Θεολόγου, λλά οτε κν φαντάζετο, μέχρι πο φθάνει τό φθαστο μεγαλεο το νθρώπου, ποος μπορε νά μετάσχη στήν δόξα το Θεο. Καί λα ατά τά ν γί Πνεύματι γραφόμενα το γίου Συμενος το Νέου Θεολόγου, δυστυχς, μοιραίως, τραγικώτατα, πο τά πέδιδε ατός καθηγητής; Τά πέδιδε σέ ψυχολογικά προσωπικά φαινόμενα το γίου Συμενος το Νέου Θεολόγου, τι δηλαδή ατές ο μπειρίες του φείλοντο ες τήν διοσυγκρασία το γίου, ες τήν προσωπική του, θά λέγαμε, ψυχοσύνθεσι. ν εναι δυνατόν! τς συμφορς! κουσον, κουσον! Καί νά σκεφθτε, ατός καθηγητής ταν πέρα γιά πέρα ξιέπαινος στά λλα θέματα. Εχε πάρα πολύ δηλαδή καλή διάθεσι, μέ πλούσιο, κατά τά λλα, ργο. Σκεφθετε λοιπόν νά διάβαζε, ατός καθηγητής, τόν ββ σαάκ, στό σημεο κενο πού λέγει γιος - βέβαια ατήν τήν στιγμή δέν τό θυμμαι κριβς -, πού λέγει περίπου τά ξς: τι στήν προσευχή νθρωπος λέγχει τά λόγια του, ν ταν ρπαγ στήν θεωρία το Θεο, στήν θεωρία το θείου Φωτός, τότε παύουν τά λόγια καί ο στίχοι τς προσευχς, παύει δηλαδή νθρωπος νά προσεύχεται. Καί νθρωπος, χι μόνο δέν λέγχει τά λόγια τς προσευχς, λλά τό εναι το νθρώπου πηγαίνει κε που καί πως καί σον ποκλειστικς τόν δηγε τό θεο Φς. κριβς ατή πέρ νον ρρητος θέα το Θεο εναι περτέρα πάσης προσευχς. Διότι, ες τήν κατάστασι ατή, μετ κπλήξεως θεωρε γωνιστής τόν ντως μόνον θεώρητον. Τότε ρ οράτως τόν μόνον ντως όρατο Θεό.
Καί, στό σημεο ατό, ς ναφέρωμε να περιστατικό, που κάποιος θεόπτης σκητής φοβετο δημόσια νά σηκώση τά χέρια του σέ στάσι προσευχς καί νά προσευχηθ στόν Θεό. Τί φοβετο νομίζετε; φοβετο μή τυχόν καί ρπαγ, χωρίς ννοεται νά τό θέλη, στήν θέα το Θεο, μήπως τόν πισκεφθ Θεός καί ο λλοι τόν βλέπουν ξωτερικά μέ τά χέρια ψωμένα στόν ορανό, χωρίς φυσικά κενος, στήν κατάστασι ατή τς ρπαγς, τς θείας μεθέξεως, νά μπορ να χη παφή μέ τόν περιβάλλοντα γύρω του χρο... Ατό θά π ''ρθοδοξία''! μπειρία κτίστου Φωτός.
λλά, ς ναφέρωμε καί κάτι τό ντίστροφο. Κάποτε επαν στόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο γιά κάποιον μιλητή, πού λεγε γιά τό θεο Φς, πόσο ραο εναι καί πόσο ραα τά νέφερε. Καί πήντησε μέ πόνο μακαριστός Γέροντας καί επε: «ραα τά επε μιλητής. Δέν μφιβάλλω. λλά τελικά μίλησε γι ατά πού δέν εδε, γι ατά πού δέν γνώριζε διος, κ πείρας».
Σκεφθετε, γαπητοί μου δελφοί, ναν πανέξυπνο, κανώτατο, τυφλό μως κ γενετς, νά χη σπουδάσει τά πάντα περί το ασθητο φωτός, νά ξέρη λες τίς θεωρίες, τούς κανόνες καί τούς νόμους πού διέπουν τό φς, νά μς τά ξηγ λα ατά θαυμάσια καί στό τέλος νά το κάνη κάποιος κροατής του τήν ξς ρώτησι: ''λα καλά, κύριε μιλητά, λα τέλεια τά νεπτύξατε, λλά πτε μας, χετε δε, σες, ποτέ τό φς, προσωπικά;'' Καί κενος θά ναγκασθ νά π: ''λλοίμονό μου, δέν τό χω δε ποτέ μου. Δέν χω ατήν τήν μπειρία το φωτός, γιατί πλούστατα εμαι τυφλός κ γενετς''.
λα ατά τά ναφέραμε, γαπητοί μου δελφοί, ν χι γιά νά τά μιμηθομε,  -πού θά πρεπε, μετά διακρίσεως -, λλά πρωτίστως γιά νά ταπεινωθομε βαθειά μέσα μας καί νά μή νομίζωμε τι κάτι εμαστε, τι κάπου φθάσαμε πνευματικά, καί νά μή τρέφωμε προσωπικές αταπάτες, ο ποες μς ποπλανον πό τόν δρόμο τς σωτηρίας μας. Γιατί, γι ατό λθε Χριστός στήν γ, γιά νά μς κάνη, πό δ καί τώρα, μετόχους τς θείας Χάριτός Του. Δέν λθε Χριστός πλς γιά νά γίνωμε λίγο πιό καλοί νθρωποι ξωτερικά, εσεβιστικά.
Σέ ατήν λοιπόν τήν μακαρία κατάστασι τς καρδιακς προσευχς, καρδιά, πό μόνη της, λέγει, νερμηνεύτως, νεξηγήτως, τήν εχή, παντο καί πάντοτε, ετε νθρωπος κάνει κάποια χειρονακτική ργασία, ετε κόμη-κόμη καί ν κάνη κάποια διανοητική ργασία. πί παραδείγματι, ετε κανείς περπατάει, ετε μιλάει, ετε κόμη καί ταν κοιμται, καί ταν ργάζεται, κόμη καί ταν κάνη κάποια πρξι ριθμητικς, , τέλος πάντων, κάποια ργασία ποία χρειάζεται ντεταμένη τήν προσοχή μας, παρ λα ατά, νθρωπος ατός, άν φυσικά χη τήν καρδιακή προσευχή παγιωμένη μέσα του, μπορε, παράλληλα μέ παντός εδους ργασίες, νά λέγη καί ατήν τήν προσευχή το ησο, κατά τρόπο πάντα, τό τονίζομε, νεξήγητο.
λλωστε, ατήν τήν μακαρία ντως κατάστασι παινίσσεται πόστολος Παλος ταν λέγη τό ''διαλείπτως προσεύχεσθε'' (Α Θεσ. 5, 17) καί τό ποο μς δίνει ς ντολή , πως ναφέρεται στήν Παλαιά Διαθήκη, ''γώ καθεύδω, λλ καρδία μου γρυπνε'' (σμα σμάτων 5, 2). Οσιαστικά λοιπόν ατήν τήν κατάστασι τς καρδιακς προσευχς παινίσσεται λόγος το Θεο καί πόστολος Παλος τήν ντέλλεται σέ λους νεξαιρέτως τούς Χριστιανούς καί χι μόνο στούς μοναχούς.
Ατά, γαπητοί μου δελφοί, γιά σήμερα.
 * Ἑσπερινή μιλία στόν . Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά τό τος 1999

Αρχιμ. Αρσένιος Κατερέλος, Το πρώτο στάδιο της ευχής - Απαντήσεις σε ερωτήσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)