23/8/14

π. Δημήτριος Μπόκος, Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (B΄)

Α Γ Ι Ο Σ   Κ Ο Σ Μ Α Σ   Ο   Α Ι Τ Ω Λ Ο Σ
Β΄
Δι­δα­χς-θαύ­μα­τα- προ­φη­τε­ες
(ἀφηγηματικὴ σύνθεση)
π.   Δ η μ η τ ρ ί ο υ   Μ π ό κ ο υ
­λό­κλη­ρο τ χω­ρι μα­ζε­μέ­νο στν πλα­τεί­α ­κου­γε τν ­γιο ν μι­λά­ει ­δι­ά­κο­πα. Τ παι­δι ξυ­πό­λη­τα κα μι­σό­γυ­μνα ­παι­ζαν πα­ρα­πέ­ρα, σκορ­πι­σμέ­να στ φυ­σι­κ πλά­τω­μα τς πλα­γις. ­γιος στα­μά­τη­σε γι λί­γο κι ­μει­νε ν τ κοι­τά­ζει στο­χα­στι­κός. Ξα­να­γυρ­νών­τας στος ­κρο­α­τές του βάλ­θη­κε ν τος μι­λά­ει γι’ α­τά.
-   ­ταν βα­πτί­ζε­τε τ παι­διά σας, ν τ βγά­νε­τε στ ­νο­μα τν ­γί­ων, πο ­χου­νε νό­η­μα. Μα­ρί­α θ πε κυ­ρί­α, για­τ Θε­ο­τό­κος ­μελ­λε ν γί­νει βα­σί­λισ­σα το ο­ρα­νο κα τς γς. Νι­κό­λα­ος λέ­γε­ται ­κε­νος πο νί­κη­σε τος λα­ος, τος δαί­μο­νες, τ πά­θη. Γε­ώρ­γιος λέ­γε­ται γε­ωρ­γη­μέ­νο φυ­τό, στο­λι­σμέ­νο μ καρ­πούς, μ ­ρε­τς χρι­στι­α­νι­κές. Πα­ρα­σκευ­ λέ­γε­ται ­κεί­νη πο ­τοι­μά­σθη­κε γι τν Χρι­στό.
Ν κά­μεις μι ε­κό­να το Χρι­στο, τς Πα­να­γί­ας, το Προ­δρό­μου, ν ­χεις κα τν ­γιο το παι­διο σου. Κα ­ταν τ παι­δ ση­κώ­νε­ται ­π τν ­πνο κα σο γυ­ρεύ­ει ψω­μί, μν το δί­νεις, μό­νο ν πά­ρεις τ ψω­μί, ν τ βά­λεις μ­πρς στν ε­κό­να το Χρι­στο
κα ν το πες: «­γώ, παι­δί μου, δν ­χω ψω­μί. Χρι­στς ­χει. Σή­κω ν κά­νεις τν σταυ­ρό σου, ν πα­ρα­κα­λέ­σου­με τν ­γιό σου ν πα­ρα­κα­λέ­σει τν Χρι­στ ν σο τ δώ­σει. Κα ­τσι τ παι­δ πα­ρα­κι­νε­ται ­π τν ­γά­πη το ψω­μιο κα ε­θς ­ταν ξυ­πν, τν ­γιό του βλέ­πει. Κα ­τσι ν συ­νη­θί­ζε­τε τ παι­διά σας, ν τ παι­δεύ­ε­τε ­π μι­κρά, γι ν συ­νη­θί­ζουν στν κα­λ δρό­μο.
­γιος κον­το­στά­θη­κε, ­κο­ψε τν κου­βέν­τα κι ­ρι­ξε τ βλέμ­μα του ξα­ν μα­κριά, στ παι­δι πο ­τρε­χαν κα ξε­φώ­νι­ζαν στν πλα­γιά. Ρώ­τη­σε:
-   ­χε­τε σχο­λε­ο ­δ στ χω­ριό σας ν δι­α­βά­ζουν τ παι­διά;
-   Δν ­χου­με, ­γι­ε το Θε­ο.
-   Ν μα­ζευ­τε­τε ­λοι ν κά­με­τε ­να σχο­λε­ο κα­λό, ν βά­λε­τε κα ­πι­τρό­πους ν τ κυ­βερ­νον, ν βά­νουν δι­δά­σκα­λο ν μα­θαί­νουν ­λα τ παι­δι γράμ­μα­τα, πλού­σια κα φτω­χά. Για­τ ­π τ σχο­λε­ο μα­θαί­νου­με τί ε­ναι Θε­ός, τί ε­ναι ­γί­α Τριάς, τί ε­ναι γ­γε­λοι, δαί­μο­νες, πα­ρά­δει­σος, κό­λα­ση, ­ρε­τή, κα­κί­α. Τί ε­ναι ψυ­χή, σ­μα κ. λ. π. Για­τ χω­ρς τ σχο­λε­ο περ­πα­το­με στ σκό­τος.
Ν σπου­δά­ζε­τε κα σες, ­δελ­φοί μου, ν μα­θαί­νε­τε γράμ­μα­τα ­σοι μπο­ρε­τε. Κι ν δν μά­θα­τε ο πα­τέ­ρες, ν σπου­δά­ζε­τε τ παι­διά σας, ν μα­θαί­νουν τ λ­λη­νι­κά, για­τ κα κ­κλη­σί­α μας ε­ναι στν λ­λη­νι­κή. Κα­λύ­τε­ρα, ­δελ­φέ μου, ν ­χε­τε λ­λη­νι­κ σχο­λε­ο στ χώ­ρα σου, πα­ρ ν ­χεις βρύ­σες κα πο­τά­μια. Κα σν μά­θεις τ παι­δί σου γράμ­μα­τα, τό­τε λέ­γε­ται ν­θρω­πος. Τ σχο­λε­ο ­νοί­γει τς κ­κλη­σί­ες. Τ σχο­λε­ο ­νοί­γει τ μο­να­στή­ρια.
Γι το­το πρέ­πει ν στε­ρε­ώ­νε­τε σχο­λε­α λ­λη­νι­κά, ν φω­τί­ζον­ται ο ν­θρω­ποι. Δι­ό­τι δι­α­βά­ζον­τας τ λ­λη­νι­κά, τ η­ρα πς λαμ­πρύ­νουν κα φω­τί­ζουν τν νο το ν­θρώ­που. Τ πάν­τα ­π τ σχο­λε­ο τ μα­θαί­νου­με. πί­στη μας δν στε­ρε­ώ­θη­κε ­π ­μα­θες ­γί­ους, λ­λ ­π σο­φος κα πε­παι­δευ­μέ­νους. Λοι­πόν, τέ­κνα μου, πρς δι­α­φύ­λα­ξη τς πί­στε­ως κα γι τν ­λευ­θε­ρί­α τς πα­τρί­δας, φρον­τί­σα­τε ν συ­στή­σε­τε ­νυ­περθέ­τως σχο­λε­ο λ­λη­νι­κό, γι ν γνω­ρί­σουν τ τέ­κνα σας ­σα ­σες ­γνο­ε­τε.
­πει­τα στρά­φη­κε στς γυ­να­κες κα τς πα­ρα­κί­νη­σε ν δώ­σουν τ χρυ­σα­φι­κά τους κα ,τι πο­λύ­τι­μο ε­χαν γι τν ­δρυ­ση κα τ λει­τουρ­γί­α το σχο­λεί­ου. Σα­γη­νευ­μέ­νες ­κε­νες ­π τν ­ρε­μη ­κτι­νο­βο­λί­α το ­γί­ου πρό­σφε­ραν πρό­θυ­μα ,τι ε­χαν.
­γιος τος μί­λη­σε γι αρ­κε­τ ­ρα ­κό­μα. Τ χω­ρι ε­χε χρό­νια ν δε πα­π κα ν λει­τουρ­γη­θε. Ο ν­θρω­ποι ­ταν σ βα­θει ­γνοι­α. Τ παι­δι ε­χαν με­γα­λώ­σει ­βά­πτι­στα. Τος δί­δα­ξε γι τν με­τά­νοι­α, τν ­ξο­μο­λό­γη­ση, τ βά­πτι­σμα.
-   Τέσ­σε­ρα ε­ναι τ γι­α­τρι­κά σου γι ν σω­θες. Τ πρ­το ε­ναι ν συγ­χω­ρή­σεις τος ­χθρούς σου. Τ δεύ­τε­ρο ν ­ξο­μο­λο­γε­σαι κα­θα­ρά. Τ τρί­το ν κα­τη­γο­ρε­τε γι τς ­μαρ­τί­ες σας τν ­αυ­τό σας κα ­χι λ­λον. Τ τέ­ταρ­το ν ­πο­φα­σί­ζε­τε ν μν ­μαρ­τή­σε­τε πλέ­ον. Καί, ν μπο­ρε­τε, ν ­ξο­μο­λο­γε­σθε κά­θε μέ­ρα. Κι ν ­χι, ς ε­ναι μι φο­ρ τν ­βδο­μά­δα μι φο­ρ τν μή­να τ λι­γό­τε­ρο τέσ­σε­ρις φο­ρς τν χρό­νο.
Κα ν συ­νη­θί­ζε­τε τ τέ­κνα σας ­π μι­κρ στν κα­λ δρό­μο, ν ­ξο­μο­λο­γον­ται. ­βά­πτι­στος κα ­νε­ξο­μο­λό­γη­τος ν-θρω­πος ε­ναι ­δύ­να­τον ν σω­θε. Κα­λύ­τε­ρα, ­δελ­φέ μου, ν θα­να­τώ­σεις ­κα­τ ν­θρώ­πους βα­πτι­σμέ­νους, πα­ρ ν ­φή­σεις ­να παι­δ ­βά­πτι­στο ν πε­θά­νει. Κι ν τύ­χει ­νάγ­κη κα μέλ­λει ν πε­θά­νει τ παι­δ κα δν ­πρό­φθα­σε πα­πς ν τ βα­πτί­σει, ς τ βα­πτί­σει ­ποι­ος τύ­χει, πα­τέ­ρας, μη­τέ­ρα, ­δελ­φός, γεί­το­νας, μα­μή. Βά­λε ρ­κε­τ νε­ρ κα λά­δι, σταύ­ρω­σέ το κα βά­πτι­σέ το. Πές: «Βα­πτί­ζε­ται δο­λος το Θε­ο… ες τ ­νο­μα το Πα­τρς κα το Υ­ο κα το ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ­μήν». Κι ν ζή­σει, τε­λει­ώ­νει τ ­πό­λοι­πα πα­πς. Μ ­τυ­χε κα δν ­χεις νε­ρό; Βά­πτι­σέ το στν ­έ­ρα κα πς τ ­δια λό­για.
­μοί­ως, ν τυ­χν μέλ­λει ν πε­θά­νει ­νας ν­θρω­πος κα δν ­πρό­φθα­σε πα­πς ν τν ­ξο­μο­λο­γή­σει, ς ­ξο­μο­λο­γη­θε σ ­ποι­ον τύ­χει. ­χει λ­πί­δα ν σω­θε. ν ­μως με­τα­λά­βει ­νε­ξο­μο­λό­γη­τος, δν ­φε­λε τί­πο­τε.
Στ συ­νέ­χεια κου­βέν­τα του γύ­ρι­σε στν ­μέ­ρα τς Κυ­ρια­κς, τν ­λε­η­μο­σύ­νη, τ νη­στεί­α.
-   ­μες ο Χρι­στια­νοί πρέ­πει ν νη­στεύ­ου­με πάν­το­τε, μ πε­ρισ­σό­τε­ρο τν Τε­τάρ­τη, για­τ που­λή­θη­κε Κύ­ριος κα τν Πα­ρα­σκευ­ή, για­τ σταυ­ρώ­θη­κε. ­μοί­ως κα τς Τεσ­σα­ρα­κο­στές, κα­θς ­νο­μο­θέ­τη­σαν ο ­γιοι Πα­τέ­ρες ν νη­στεύ­ου­με, γι ν νε­κρώ­νου­με τ πά­θη κα ν τα­πει­νώ­νου­με τ σ­μα. ­δ πς πη­γαί­νε­τε; Φυ­λά­γε­τε τς Τεσ­σα­ρα­κο­στές, Χρι­στια­νοί μου; ν ε­στε Χρι­στια­νοί, πρέ­πει ν τς φυ­λά­γε­τε.
­π τν Χρι­στ μ χω­ρί­ζε­σθε κα ­π τν κ­κλη­σί­α. ­κο­τε τν ­ε­ρέ­α πο ση­μαί­νει; Ε­θς ν ση­κώ­νε­σθε, ν νί­πτε­σθε κα ν πη­γαί­νε­τε στν κ­κλη­σί­α. κ­κλη­σί­α ε­ναι σν τ μά­να. ­ταν σφάλ­λει γιός της, τν μα­λώ­νει κα πά­λι τν ­γα­π.
­κό­μα τς Κυ­ρια­κς ν μ δου­λεύ­ε­τε κα­θό­λου. Μή­τε ν που­λή­σε­τε, μή­τε ν ­γο­ρά­σε­τε. ­κε­νο τ κέρ­δος πο γί­νε­ται τν Κυ­ρια­κ ε­ναι α­φο­ρι­σμέ­νο κα κα­τα­ρα­μέ­νο, κα βά­νε­τε φω­τι κα κα­τά­ρα στ σπί­τι σας κα ­χι ε­λο­γί­α. Κα σ θα­να­τώ­νει Θε­ς πα­ρά­και­ρα, τ γυ­ναί­κα σου, τ παι­δί σου, τ ζ­ο σου ψο­φ. Κι ν τύ­χει ­νάγ­κη κα που­λή­σεις πράγ­μα­τα φα­γώ­σι­μα τν Κυ­ρια­κή, ­κε­νο τ κέρ­δος μν τ σμί­γεις στ σα­κού­λα σου, για­τ τ μα­γα­ρί­ζει, λ­λ δ­σε τα ­λε­η­μο­σύ­νη. Ο­τε χω­ρά­φι, ο­τε μ­πέ­λι ν κοι­τά­ζε­τε τν Κυ­ρια­κή, ο­τε ν κα­θα­ρί­ζε­τε τ ­χού­ρια σας. Μο­νά­χα ν δι­α­βά­ζε­τε βι­βλί­α, ν μα­θαί­νε­τε τ κα­λ κα τ τέ­λος τς ζω­ς μας, για­τ ­λοι θ πε­θά­νου­με, κα­θς βλέ­που­με κά­θε μέ­ρα.
Κα ­σο βις ­χου­με, ­δέλ­φια κα ­δελ­φές μου, ­δ στ γ θ ­πο­μεί­νει. Μο­νά­χα ­ση ­λε­η­μο­σύ­νη δώ­σα­τε, α­τ θ ­χε­τε γι βο­ή­θεια στν ψυ­χή σας. Κα ,τι δώ­σα­τε στος φτω­χος γι τν ­γά­πη το Θε­ο, θ λά­βε­τε γι τ ­να ­κα­τ ­π τν Χρι­στό. ­λε­η­μο­σύ­νη, ­γά­πη κα νη­στεί­α ­γιά­ζει τν ν­θρω­πο κα ­χει ­γα­θ τέ­λος.
­λιος ­νέ­βαι­νε, ­ρα περ­νο­σε κα κα­νέ­νας δν ­λε­γε ν φύ­γει. Μ ν­τε­λς ξαφ­νι­κά, ­πά­νω πο μι­λο­σε ­γιος, ­νας θε­ό­ρα­τος βρά­χος ξε­κό­πη­κε ­π’ τν ­πό­το­μη πλα­γι κα π­ρε ν κα­τρα­κυ­λ στν κα­τη­φό­ρα. κό­σμος ν­τρο­μος μ δυ­να­τς φω­νς σκόρ­πι­σε γι ν γλυ­τώ­σει. Μ ­γιος δν τα­ρά­χθη­κε, ο­τε κου­νή­θη­κε κα­θό­λου. Σή­κω­σε μό­νο τ ρα­βδί του κα σταύ­ρω­σε τν βρά­χο πο ­πε­φτε. Τ θα­μα ­γι­νε. φο­βε­ρς βρά­χος κοκ­κά­λω­σε στ μέ­ση τς πλα­γις, λς κα τν ­δρα­ξε στι­βα­ρ χέ­ρι ­ό­ρα­του κύ­κλω­πα. Ο φτω­χο ν­θρω­ποι σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν κα­τά­πλη­κτοι. ­νας-­νας ξα­να­μα­ζεύ­τη­καν κον­τά του.

(ΤΕΛΟΣ  Β΄ ΜΕΡΟΥΣ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)